Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λατρεία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
λατρεύω
-
λατρεύει
-
λατρεμένος
)
Συνώνυμα
θρησκεία
σεβασμός
λατρευτική πράξη
3
Αντώνυμα
αθεΐα
ασέβεια
απιστία
3
Ορισμός
Η θρησκευτική πράξη της προσκύνησης ή της υπακοής σε θεότητα ή θρησκευτικό σύστημα.
Ο έντονος θαυμασμός ή αφοσίωση σε πρόσωπο ή ιδέα.
2
Παραδείγματα
Η λατρεία του Δία ήταν διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα.
Έχει λατρεία για τον αγαπημένο του μουσικό και συλλέγει όλα του τα άλμπουμ.
2