1. Λέξη
    λατρεία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: λατρεύω - λατρεύει - λατρεμένος)
  2. Συνώνυμα
    • θρησκεία
    • σεβασμός
    • λατρευτική πράξη
    3
  3. Αντώνυμα
    • αθεΐα
    • ασέβεια
    • απιστία
    3
  4. Ορισμός
    • Η θρησκευτική πράξη της προσκύνησης ή της υπακοής σε θεότητα ή θρησκευτικό σύστημα.
    • Ο έντονος θαυμασμός ή αφοσίωση σε πρόσωπο ή ιδέα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η λατρεία του Δία ήταν διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα.
    • Έχει λατρεία για τον αγαπημένο του μουσικό και συλλέγει όλα του τα άλμπουμ.
    2