Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λατρεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
λατρεύει
-
λατρεία
-
γιατρεύω
-
λατρεμένος
)
Συνώνυμα
αγαπώ
θαυμάζω
εκτιμώ
3
Αντώνυμα
απεχθάνομαι
περιφρονώ
αποστρέφομαι
3
Ορισμός
Νιώθω έντονη αγάπη ή θαυμασμό για κάποιον ή κάτι.
Εκφράζω βαθιά εκτίμηση ή θαυμασμό.
2
Παραδείγματα
Λατρεύω τη μουσική του Μότσαρτ.
Λατρεύω να ταξιδεύω σε νέες χώρες.
2