1. Λέξη
    λεπτό (επίθετο) - (παρόμοια: λεπτός - λεπτότητα)
  2. Συνώνυμα
    • λεπτομερής
    • ακριβής
    • λεπτολογικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • χονδρός
    • απλός
    • ακατέργαστος
    3
  4. Ορισμός
    • Πολύ μικρό σε μέγεθος ή σε ποσότητα.
    • Αναφέρεται σε κάτι που είναι λεπτομερές ή ακριβές.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η λεπτή διαφορά μεταξύ των δύο εννοιών είναι σημαντική.
    • Έκανε μια λεπτή παρατήρηση που άλλαξε την πορεία της συζήτησης.
    2