Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λεπτό (επίθετο) - (παρόμοια:
λεπτός
-
λεπτότητα
)
Συνώνυμα
λεπτομερής
ακριβής
λεπτολογικός
3
Αντώνυμα
χονδρός
απλός
ακατέργαστος
3
Ορισμός
Πολύ μικρό σε μέγεθος ή σε ποσότητα.
Αναφέρεται σε κάτι που είναι λεπτομερές ή ακριβές.
2
Παραδείγματα
Η λεπτή διαφορά μεταξύ των δύο εννοιών είναι σημαντική.
Έκανε μια λεπτή παρατήρηση που άλλαξε την πορεία της συζήτησης.
2