Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λεπτός (επίθετο) - (παρόμοια:
λεπτό
-
λεπτότητα
-
λεπρός
)
Συνώνυμα
αδύνατος
ψιλός
λεπτοφυής
3
Αντώνυμα
χοντρός
παχύς
στρουμπουλός
3
Ορισμός
Που έχει μικρό πάχος ή διάμετρο.
Που χαρακτηρίζεται από λεπτότητα και ευκολία στην κίνηση ή στη χρήση.
Που είναι ευαίσθητος ή εύθραυστος.
3
Παραδείγματα
Η λεπτή κλωστή χρησιμοποιήθηκε για να ράψει το ρούχο.
Ο λεπτός αέρας έφερε μια δροσιά στο καλοκαιρινό απόγευμα.
Η λεπτή δομή του κρυστάλλου τον κάνει εύθραυστο.
3