1. Λέξη
    λεπτός (επίθετο) - (παρόμοια: λεπτό - λεπτότητα - λεπρός)
  2. Συνώνυμα
    • αδύνατος
    • ψιλός
    • λεπτοφυής
    3
  3. Αντώνυμα
    • χοντρός
    • παχύς
    • στρουμπουλός
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει μικρό πάχος ή διάμετρο.
    • Που χαρακτηρίζεται από λεπτότητα και ευκολία στην κίνηση ή στη χρήση.
    • Που είναι ευαίσθητος ή εύθραυστος.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η λεπτή κλωστή χρησιμοποιήθηκε για να ράψει το ρούχο.
    • Ο λεπτός αέρας έφερε μια δροσιά στο καλοκαιρινό απόγευμα.
    • Η λεπτή δομή του κρυστάλλου τον κάνει εύθραυστο.
    3