1. Λέξη
    λεπτότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: λεπτό - λεπτός - οντότητα)
  2. Συνώνυμα
    • λεπτομέρεια
    • ακρίβεια
    • ποικιλομορφία
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδιαφορία
    • ανακρίβεια
    • απλοϊκότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η ιδιότητα του να είναι κάτι λεπτό, ακριβές ή πολύπλοκο.
    • Η ικανότητα να αντιλαμβάνεται κανείς ή να εκφράζει λεπτές διαφορές ή αποχρώσεις.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η λεπτότητα της γεύσης του κρασιού ήταν εντυπωσιακή.
    • Η λεπτότητα των σχεδίων του καλλιτέχνη έδειχνε μεγάλη δεξιοτεχνία.
    2