Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λεπτότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
λεπτό
-
λεπτός
-
οντότητα
)
Συνώνυμα
λεπτομέρεια
ακρίβεια
ποικιλομορφία
3
Αντώνυμα
αδιαφορία
ανακρίβεια
απλοϊκότητα
3
Ορισμός
Η ιδιότητα του να είναι κάτι λεπτό, ακριβές ή πολύπλοκο.
Η ικανότητα να αντιλαμβάνεται κανείς ή να εκφράζει λεπτές διαφορές ή αποχρώσεις.
2
Παραδείγματα
Η λεπτότητα της γεύσης του κρασιού ήταν εντυπωσιακή.
Η λεπτότητα των σχεδίων του καλλιτέχνη έδειχνε μεγάλη δεξιοτεχνία.
2