1. Λέξη
    λογιστικό (επίθετο) - (παρόμοια: λογιστικός - λογιστική - λογισμικό - λογιστής - λογιστήριο - λογικός)
  2. Συνώνυμα
    • αριθμητικό
    • υπολογιστικό
    • μαθηματικό
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανορθολογικό
    • αλογιστικό
    • συναισθηματικό
    3
  4. Ορισμός
    • Σχετικό με τη λογική ή τη χρήση της λογικής.
    • Σχετικό με υπολογισμούς ή μαθηματικές πράξεις.
    • Που βασίζεται σε συστηματική σκέψη ή ανάλυση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το λογιστικό σύστημα της εταιρείας είναι πολύ προηγμένο.
    • Η λογιστική σκέψη είναι απαραίτητη για την επίλυση μαθηματικών προβλημάτων.
    • Έκανε μια λογιστική προσέγγιση του προβλήματος.
    3