Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λογιστικό (επίθετο) - (παρόμοια:
λογιστικός
-
λογιστική
-
λογισμικό
-
λογιστής
-
λογιστήριο
-
λογικός
)
Συνώνυμα
αριθμητικό
υπολογιστικό
μαθηματικό
3
Αντώνυμα
ανορθολογικό
αλογιστικό
συναισθηματικό
3
Ορισμός
Σχετικό με τη λογική ή τη χρήση της λογικής.
Σχετικό με υπολογισμούς ή μαθηματικές πράξεις.
Που βασίζεται σε συστηματική σκέψη ή ανάλυση.
3
Παραδείγματα
Το λογιστικό σύστημα της εταιρείας είναι πολύ προηγμένο.
Η λογιστική σκέψη είναι απαραίτητη για την επίλυση μαθηματικών προβλημάτων.
Έκανε μια λογιστική προσέγγιση του προβλήματος.
3