Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λογιστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
λογιστικό
-
λογιστική
-
λογικός
-
λογιστής
-
εξοργιστικός
-
ολιστικός
-
λογισμικό
-
πειστικός
-
οριστικός
-
εθιστικός
-
ναζιστικός
-
χαριστικός
-
εγωιστικός
-
σεξιστικός
-
λογιστήριο
-
αστικός
-
ωστικός
-
αγωνιστικός
-
ρεαλιστικός
-
τουριστικός
-
βομβιστικός
-
στατιστικός
-
ερεθιστικός
-
ρατσιστικός
-
βαλλιστικός
)
Συνώνυμα
αριθμητικός
υπολογιστικός
μαθηματικός
3
Αντώνυμα
ακατάλληλος για υπολογισμούς
μη μαθηματικός
2
Ορισμός
Σχετικός με τους υπολογισμούς ή τα μαθηματικά.
Που χαρακτηρίζεται από ακρίβεια και λογική σκέψη.
2
Παραδείγματα
Ο λογιστικός τρόπος σκέψης του τον βοήθησε να λύσει το πρόβλημα.
Η λογιστική μέθοδος είναι απαραίτητη για την οικονομική ανάλυση.
2