1. Λέξη
    λογιστήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: λογιστής - πειστήριο - λογιστική - λογιστικό - λογιστικός - διυλιστήριο - χειριστήριο)
  2. Συνώνυμα
    • υπολογιστήριο
    • χρεώστρα
    • τιμολόγιο
    3
  3. Αντώνυμα
    • δωρεάν
    • χωρίς χρέωση
    2
  4. Ορισμός
    • Έγγραφο που καταγράφει τα οικονομικά δεδομένα μιας συναλλαγής.
    • Το ποσό που χρεώνεται για μια υπηρεσία ή αγαθό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το λογιστήριο της επιχείρησης εμφανίζει όλες τις συναλλαγές του τελευταίου τριμήνου.
    • Παρακαλώ στείλτε μου το λογιστήριο της ηλεκτρικής ενέργειας για τον περασμένο μήνα.
    2