Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαγειρέψω (ρήμα) - (παρόμοια:
μαγειρείο
-
μαγειρική
-
μαγειρεύω
-
μαγέψω
)
Συνώνυμα
μαγειρεύω
ετοιμάζω φαγητό
μαγειρεύω
3
Αντώνυμα
τρώω έξω
παραγγέλνω φαγητό
2
Ορισμός
Ετοιμάζω φαγητό με θερμική επεξεργασία.
Προσθέτω υλικά και μαγειρεύω για να δημιουργήσω ένα γεύμα.
2
Παραδείγματα
Αύριο θα μαγειρέψω μουσακά για το γεύμα.
Συνήθως μαγειρέψω τα σαββατοκύριακα γιατί έχω περισσότερο χρόνο.
2