Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαγεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
μαγειρεύω
-
μαγεία
-
μαζεύω
-
μαντεύω
)
Συνώνυμα
γοητεύω
συνεπαρμένος
γοητεία
3
Αντώνυμα
απογοητεύω
αποτρέπω
2
Ορισμός
Επενεργώ με τρόπο που προκαλεί γοητεία ή έλξη.
Καθιστώ κάποιον ή κάτι ελκυστικό ή μαγευτικό.
2
Παραδείγματα
Ο τρόπος που μιλούσε μαγεύει όλους τους παρευρισκόμενους.
Το φως του ηλίου που έπεφτε στη θάλασσα μαγεύει τα μάτια μας.
2