1. Λέξη
    μαγεύω (ρήμα) - (παρόμοια: μαγειρεύω - μαγεία - μαζεύω - μαντεύω)
  2. Συνώνυμα
    • γοητεύω
    • συνεπαρμένος
    • γοητεία
    3
  3. Αντώνυμα
    • απογοητεύω
    • αποτρέπω
    2
  4. Ορισμός
    • Επενεργώ με τρόπο που προκαλεί γοητεία ή έλξη.
    • Καθιστώ κάποιον ή κάτι ελκυστικό ή μαγευτικό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο τρόπος που μιλούσε μαγεύει όλους τους παρευρισκόμενους.
    • Το φως του ηλίου που έπεφτε στη θάλασσα μαγεύει τα μάτια μας.
    2