Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μακάρι (επίθετο) - (παρόμοια:
μακάριος
-
μακάρθι
-
μακάο
-
μανάρι
)
Συνώνυμα
ευτυχισμένος
ευδαίμων
ευλογημένος
3
Αντώνυμα
δυστυχισμένος
κακομοίρης
άθλιος
3
Ορισμός
Που βρίσκεται σε κατάσταση ευτυχίας ή ευημερίας.
Που έχει ευλογηθεί ή θεωρείται ευλογημένος.
Που προκαλεί ή εκφράζει ευτυχία.
3
Παραδείγματα
Ο γάμος τους ήταν μια μακάρια στιγμή.
Ζούσαν μια μακάρια ζωή στο χωριό τους.
Μακάρι να ήσουν εδώ μαζί μας σήμερα.
3