1. Λέξη
    μακάριος (επίθετο) - (παρόμοια: μακάρι - μακάβριος - μάριος - μακάρθι - άριος - μακάο)
  2. Συνώνυμα
    • ευτυχισμένος
    • ευδαίμων
    • χαρούμενος
    3
  3. Αντώνυμα
    • δυστυχισμένος
    • κακόμοιρος
    • ταλαίπωρος
    3
  4. Ορισμός
    • που απολαμβάνει ευτυχία ή ευημερία
    • που χαίρεται θεϊκής ευλογίας
    • που προκαλεί ευτυχία ή ικανοποίηση
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο μακάριος πατέρας χαμογελούσε συνεχώς.
    • Μακάριος είναι αυτός που έχει φίλους πιστούς.
    • Η μακαρία στιγμή της επανένωσης δεν θα ξεχαστεί ποτέ.
    3