1. Λέξη
    μακρά (επίθετο) - (παρόμοια: μακρύς - μακρός - μακριά - μακρινός)
  2. Συνώνυμα
    • εκτεταμένος
    • μεγάλος
    • διαρκής
    3
  3. Αντώνυμα
    • σύντομος
    • μικρός
    • βραχύς
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει μεγάλη έκταση σε μήκος ή χρόνο
    • που διαρκεί για πολύ καιρό
    • που χαρακτηρίζεται από μεγάλη διάρκεια
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η μακρά διάρκεια της ταινίας κούρασε τους θεατές.
    • Έκανε μια μακρά περιγραφή των γεγονότων.
    • Η μακρά απουσία του από τη δουλειά δημιούργησε προβλήματα.
    3