Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μακρύς (επίθετο) - (παρόμοια:
μακρά
-
μακρός
-
μακριά
)
Συνώνυμα
εκτεταμένος
μεγάλος
διαρκής
3
Αντώνυμα
κοντός
σύντομος
μικρός
3
Ορισμός
Έχει μεγάλο μήκος σε χώρο ή χρόνο.
Που διαρκεί πολύ καιρό.
Που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση.
3
Παραδείγματα
Ο μακρύς δρόμος οδηγούσε στο χωριό.
Η μακριά συζήτηση κράτησε όλη τη νύχτα.
Έκανε μια μακριά βόλτα στο πάρκο.
3