Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαλθακός (επίθετο) - (παρόμοια:
μαλακός
-
μανιακός
)
Συνώνυμα
απαλός
ήπιος
πράος
3
Αντώνυμα
σκληρός
απότομος
τραχύς
3
Ορισμός
που χαρακτηρίζεται από ευγένεια και απαλότητα
που δεν είναι σκληρός ή τραχύς
που έχει ήπια επίδραση ή συμπεριφορά
3
Παραδείγματα
Ο μαλθακός άνεμος φύσηξε απαλά στο πρόσωπό της.
Η μαλθακή κουβέντα του τον καθησύχασε.
Το μαλθακό πέπλο κάλυπτε τον ήλιο δημιουργώντας μια ευχάριστη σκιά.
3