1. Λέξη
    μαλακός (επίθετο) - (παρόμοια: μαλθακός - μαλακά - μαλακία - μανιακός - μαλακώνω - μαλακτικό)
  2. Συνώνυμα
    • απαλός
    • ελαφρύς
    • πράος
    3
  3. Αντώνυμα
    • σκληρός
    • απότομος
    • τραχύς
    3
  4. Ορισμός
    • Που δεν είναι σκληρός, που έχει ευκολία στην παραμόρφωση ή στην πίεση.
    • Που χαρακτηρίζεται από ήπια συμπεριφορά ή χαρακτήρα.
    • Που δεν είναι έντονο ή δυνατό, όπως σε ένταση ή χρώμα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το μαξιλάρι είναι πολύ μαλακό και άνετο.
    • Ο καιρός σήμερα είναι μαλακός, χωρίς έντονο κρύο ή ζέστη.
    • Η φωνή του ήταν μαλακή και καθησυχαστική.
    3