Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαλακός (επίθετο) - (παρόμοια:
μαλθακός
-
μαλακά
-
μαλακία
-
μανιακός
-
μαλακώνω
-
μαλακτικό
)
Συνώνυμα
απαλός
ελαφρύς
πράος
3
Αντώνυμα
σκληρός
απότομος
τραχύς
3
Ορισμός
Που δεν είναι σκληρός, που έχει ευκολία στην παραμόρφωση ή στην πίεση.
Που χαρακτηρίζεται από ήπια συμπεριφορά ή χαρακτήρα.
Που δεν είναι έντονο ή δυνατό, όπως σε ένταση ή χρώμα.
3
Παραδείγματα
Το μαξιλάρι είναι πολύ μαλακό και άνετο.
Ο καιρός σήμερα είναι μαλακός, χωρίς έντονο κρύο ή ζέστη.
Η φωνή του ήταν μαλακή και καθησυχαστική.
3