Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαλώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
μεγαλώσω
-
μαλώνω
)
Συνώνυμα
χτυπήσω
πλήξω
κτυπήσω
3
Αντώνυμα
χαϊδεύω
φιλώ
αγκαλιάζω
3
Ορισμός
Να χτυπήσω κάποιον ή κάτι με δύναμη.
Να προκαλέσω πόνο ή ζημιά σε κάποιον με φυσική βία.
2
Παραδείγματα
Αν συνεχίσεις να με ενοχλείς, θα σε μαλώσω.
Δεν θέλω να μαλώσω το παιδί μου, αλλά με έκανε πολύ θυμωμένος.
2