1. Λέξη
    μαλώσω (ρήμα) - (παρόμοια: μεγαλώσω - μαλώνω)
  2. Συνώνυμα
    • χτυπήσω
    • πλήξω
    • κτυπήσω
    3
  3. Αντώνυμα
    • χαϊδεύω
    • φιλώ
    • αγκαλιάζω
    3
  4. Ορισμός
    • Να χτυπήσω κάποιον ή κάτι με δύναμη.
    • Να προκαλέσω πόνο ή ζημιά σε κάποιον με φυσική βία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αν συνεχίσεις να με ενοχλείς, θα σε μαλώσω.
    • Δεν θέλω να μαλώσω το παιδί μου, αλλά με έκανε πολύ θυμωμένος.
    2