Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεγαλώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
μεγαλώνω
-
μαλώσω
-
μεγαλείο
)
Συνώνυμα
αναπτύσσω
εξελίσσω
αυξάνω
3
Αντώνυμα
μικραίνω
σμικρύνω
ελαττώνω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι να γίνει μεγαλύτερο σε μέγεθος, ποσότητα ή σημασία.
Αναπτύσσω ή βελτιώνω κάτι με την πάροδο του χρόνου.
Αυξάνω σε ηλικία ή ωριμότητα.
3
Παραδείγματα
Θα μεγαλώσω τα λουλούδια μου με πολύ νερό και φροντίδα.
Οι γονείς μου θέλουν να μεγαλώσω και να γίνω ένας καλός άνθρωπος.
Με την εμπειρία, μεγαλώνει και η σοφία μας.
3