1. Λέξη
    μεγαλώσω (ρήμα) - (παρόμοια: μεγαλώνω - μαλώσω - μεγαλείο)
  2. Συνώνυμα
    • αναπτύσσω
    • εξελίσσω
    • αυξάνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • μικραίνω
    • σμικρύνω
    • ελαττώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι να γίνει μεγαλύτερο σε μέγεθος, ποσότητα ή σημασία.
    • Αναπτύσσω ή βελτιώνω κάτι με την πάροδο του χρόνου.
    • Αυξάνω σε ηλικία ή ωριμότητα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Θα μεγαλώσω τα λουλούδια μου με πολύ νερό και φροντίδα.
    • Οι γονείς μου θέλουν να μεγαλώσω και να γίνω ένας καλός άνθρωπος.
    • Με την εμπειρία, μεγαλώνει και η σοφία μας.
    3