Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαλώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
μαλακώνω
-
μεγαλώνω
-
ματώνω
-
μαλώσω
)
Συνώνυμα
ησυχάζω
καθησυχάζω
ηρεμώ
3
Αντώνυμα
ανησυχώ
εκνευρίζομαι
θορυβώ
3
Ορισμός
γίνομαι πιο ήσυχος ή λιγότερο ενθουσιασμένος
καταφέρνω να ηρεμήσω κάποιον ή κάτι
2
Παραδείγματα
Μάλωσε το παιδί για να σταματήσει να κλαίει.
Ο άνεμος μαλώνει καθώς πλησιάζει το βράδυ.
2