1. Λέξη
    μαλώνω (ρήμα) - (παρόμοια: μαλακώνω - μεγαλώνω - ματώνω - μαλώσω)
  2. Συνώνυμα
    • ησυχάζω
    • καθησυχάζω
    • ηρεμώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανησυχώ
    • εκνευρίζομαι
    • θορυβώ
    3
  4. Ορισμός
    • γίνομαι πιο ήσυχος ή λιγότερο ενθουσιασμένος
    • καταφέρνω να ηρεμήσω κάποιον ή κάτι
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μάλωσε το παιδί για να σταματήσει να κλαίει.
    • Ο άνεμος μαλώνει καθώς πλησιάζει το βράδυ.
    2