1. Λέξη
    μαντάτο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μαντάμ - μαντς - μαντρί - μαντού)
  2. Συνώνυμα
    • προσταγή
    • εντολή
    • διαταγή
    3
  3. Αντώνυμα
    • παράκληση
    • παραίνεση
    • πρόταση
    3
  4. Ορισμός
    • Επίσημη εντολή ή διαταγή που εκδίδεται από αρμόδια αρχή.
    • Υποχρέωση που επιβάλλεται σε κάποιον.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δήμαρχος εξέδωσε μαντάτο για την απαγόρευση κυκλοφορίας.
    • Το μαντάτο του βασιλιά ήταν αυστηρό και όλοι έπρεπε να το ακολουθήσουν.
    2