Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαντάτο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μαντάμ
-
μαντς
-
μαντρί
-
μαντού
)
Συνώνυμα
προσταγή
εντολή
διαταγή
3
Αντώνυμα
παράκληση
παραίνεση
πρόταση
3
Ορισμός
Επίσημη εντολή ή διαταγή που εκδίδεται από αρμόδια αρχή.
Υποχρέωση που επιβάλλεται σε κάποιον.
2
Παραδείγματα
Ο δήμαρχος εξέδωσε μαντάτο για την απαγόρευση κυκλοφορίας.
Το μαντάτο του βασιλιά ήταν αυστηρό και όλοι έπρεπε να το ακολουθήσουν.
2