Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαντρί (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μαντς
-
μαντάμ
-
μαντού
-
μαντόνα
-
μαντέλα
-
μαντάτο
-
μαντίλι
-
μαντλέν
-
μαντήλι
-
μαντεύω
-
μαντέψω
)
Συνώνυμα
στάνη
μάνδρα
αυλή
3
Αντώνυμα
ανοιχτός χώρος
έκταση
2
Ορισμός
Κλειστός χώρος όπου φυλάσσονται ζώα, ιδιαίτερα πρόβατα ή γίδια.
Χώρος όπου συγκεντρώνονται ζώα για φύλαξη ή εκτροφή.
2
Παραδείγματα
Τα πρόβατα γύρισαν από την βοσκή και μπήκαν στο μαντρί.
Ο βοσκός έκλεισε το μαντρί για να προστατεύσει τα ζώα από τα αρπακτικά.
2