1. Λέξη
    μαντρί (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μαντς - μαντάμ - μαντού - μαντόνα - μαντέλα - μαντάτο - μαντίλι - μαντλέν - μαντήλι - μαντεύω - μαντέψω)
  2. Συνώνυμα
    • στάνη
    • μάνδρα
    • αυλή
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανοιχτός χώρος
    • έκταση
    2
  4. Ορισμός
    • Κλειστός χώρος όπου φυλάσσονται ζώα, ιδιαίτερα πρόβατα ή γίδια.
    • Χώρος όπου συγκεντρώνονται ζώα για φύλαξη ή εκτροφή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τα πρόβατα γύρισαν από την βοσκή και μπήκαν στο μαντρί.
    • Ο βοσκός έκλεισε το μαντρί για να προστατεύσει τα ζώα από τα αρπακτικά.
    2