Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαντήλι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μαντίλι
-
μαντς
-
μαντρί
-
μαντού
-
μαντάμ
)
Συνώνυμα
πετσέτα
φουλάρι
σάλι
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ένα κομμάτι υφάσματος, συνήθως τετράγωνο ή ορθογώνιο, που χρησιμοποιείται για να σκουπίζει κανείς το πρόσωπό του ή τα χέρια του.
Ένα κομμάτι υφάσματος που φοριέται γύρω από το λαιμό ή το κεφάλι για διακόσμηση ή προστασία.
2
Παραδείγματα
Έπλυνε το πρόσωπό του και το σκούπισε με ένα μαντήλι.
Φόρεσε ένα κόκκινο μαντήλι γύρω από το λαιμό της για να ταιριάζει με το φόρεμά της.
2