Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαντόνα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μαντς
-
ντόνα
-
μαντρί
-
μαντού
-
μαντάμ
)
Συνώνυμα
μάγισσα
γητεύτρα
μάντισσα
3
Αντώνυμα
κοσμική
απροσδιόριστη
2
Ορισμός
Γυναίκα που πιστεύεται ότι έχει μαγικές δυνάμεις ή ικανότητες.
Γυναίκα που προφητεύει ή προβλέπει το μέλλον.
2
Παραδείγματα
Η μαντόνα του χωριού έκανε ένα ξόρκι για να θεραπεύσει τον ασθενή.
Πήγα σε μια μαντόνα για να μου πει την τύχη μου.
2