1. Λέξη
    μαντόνα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μαντς - ντόνα - μαντρί - μαντού - μαντάμ)
  2. Συνώνυμα
    • μάγισσα
    • γητεύτρα
    • μάντισσα
    3
  3. Αντώνυμα
    • κοσμική
    • απροσδιόριστη
    2
  4. Ορισμός
    • Γυναίκα που πιστεύεται ότι έχει μαγικές δυνάμεις ή ικανότητες.
    • Γυναίκα που προφητεύει ή προβλέπει το μέλλον.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μαντόνα του χωριού έκανε ένα ξόρκι για να θεραπεύσει τον ασθενή.
    • Πήγα σε μια μαντόνα για να μου πει την τύχη μου.
    2