1. Λέξη
    ματώνω (ρήμα) - (παρόμοια: μαλώνω - ματ - σκατώνω)
  2. Συνώνυμα
    • σταματώ
    • τερματίζω
    • ολοκληρώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεκινώ
    • αρχίζω
    • προχωρώ
    3
  4. Ορισμός
    • Τελειώνω κάτι, φέρνω κάτι στο τέλος του.
    • Καταλήγω σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή κατάσταση.
    • Τερματίζω μια διαδικασία ή μια δραστηριότητα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Μάτωσα το βιβλίο που διάβαζα.
    • Ο δρόμος ματώνει σε μια πλατεία.
    • Η συνάντηση ματώσε νωρίς λόγω έκτακτων αναγκών.
    3