Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ματώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
μαλώνω
-
ματ
-
σκατώνω
)
Συνώνυμα
σταματώ
τερματίζω
ολοκληρώνω
3
Αντώνυμα
ξεκινώ
αρχίζω
προχωρώ
3
Ορισμός
Τελειώνω κάτι, φέρνω κάτι στο τέλος του.
Καταλήγω σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή κατάσταση.
Τερματίζω μια διαδικασία ή μια δραστηριότητα.
3
Παραδείγματα
Μάτωσα το βιβλίο που διάβαζα.
Ο δρόμος ματώνει σε μια πλατεία.
Η συνάντηση ματώσε νωρίς λόγω έκτακτων αναγκών.
3