1. Λέξη
    σκατώνω (ρήμα) - (παρόμοια: σκαρώνω - σκατώσω - σκοτώνω - ματώνω - σκαρφαλώνω)
  2. Συνώνυμα
    • καταστρέφω
    • χαλώ
    • διαλύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • διορθώνω
    • επισκευάζω
    • βελτιώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι να μην λειτουργεί σωστά ή να καταστραφεί.
    • Προκαλώ ζημιά ή προβλήματα σε κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Σκάτωσα την εργασία μου και τώρα πρέπει να την ξανακάνω.
    • Μην σκατώνεις τα ηλεκτρονικά μου παίζοντας με αυτά.
    2