Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκατώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
σκαρώνω
-
σκατώσω
-
σκοτώνω
-
ματώνω
-
σκαρφαλώνω
)
Συνώνυμα
καταστρέφω
χαλώ
διαλύω
3
Αντώνυμα
διορθώνω
επισκευάζω
βελτιώνω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι να μην λειτουργεί σωστά ή να καταστραφεί.
Προκαλώ ζημιά ή προβλήματα σε κάτι.
2
Παραδείγματα
Σκάτωσα την εργασία μου και τώρα πρέπει να την ξανακάνω.
Μην σκατώνεις τα ηλεκτρονικά μου παίζοντας με αυτά.
2