Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαυρίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
μυρίζω
-
μαυρίλα
-
μουρμουρίζω
-
ξυρίζω
-
γυρίζω
)
Συνώνυμα
μελαγχρωτίζω
σκοτεινιάζω
μαυρίζω
3
Αντώνυμα
ασπρίζω
ανοιγοφωτίζω
ξεθωριάζω
3
Ορισμός
Γίνομαι μαύρος ή πιο σκούρος στο χρώμα.
Εκτίθεμαι στον ήλιο για να αποκτήσω πιο σκούρο χρώμα δέρματος.
Καταστρέφω ή βλάπτω κάτι, συνήθως από υπερβολική έκθεση στη θερμότητα ή στο φως.
3
Παραδείγματα
Μετά από μια εβδομάδα παραλίας, το δέρμα μου έχει μαυρίσει πολύ.
Οι πίτες μαυρίζουν στον φούρνο αν τις αφήσεις πολύ.
Τα ξύλα μαυρίζουν όταν καίγονται.
3