1. Λέξη
    μουρμουρίζω (ρήμα) - (παρόμοια: μουρμούρα - μυρίζω - μαυρίζω)
  2. Συνώνυμα
    • ψιθυρίζω
    • σιγοτραγουδώ
    • ψιθυρίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • φωνάζω
    • κραυγάζω
    • ομίληση δυνατά
    3
  4. Ορισμός
    • Να μιλάς ή να τραγουδάς πολύ χαμηλά και απαλά, συνήθως με τρόπο που δείχνει χαλάρωση ή ρομαντικότητα.
    • Να παράγεις ένα απαλό, συνεχές θόρυβο, όπως το νερό που κινείται ή ο αέρας που περνά μέσα από τα φύλλα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μητέρα μουρμούριζε ένα τραγούδι για να κοιμηθεί το μωρό.
    • Ο ποταμός μουρμούριζε καθώς έρεε μέσα από το δάσος.
    2