Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μουρμουρίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
μουρμούρα
-
μυρίζω
-
μαυρίζω
)
Συνώνυμα
ψιθυρίζω
σιγοτραγουδώ
ψιθυρίζω
3
Αντώνυμα
φωνάζω
κραυγάζω
ομίληση δυνατά
3
Ορισμός
Να μιλάς ή να τραγουδάς πολύ χαμηλά και απαλά, συνήθως με τρόπο που δείχνει χαλάρωση ή ρομαντικότητα.
Να παράγεις ένα απαλό, συνεχές θόρυβο, όπως το νερό που κινείται ή ο αέρας που περνά μέσα από τα φύλλα.
2
Παραδείγματα
Η μητέρα μουρμούριζε ένα τραγούδι για να κοιμηθεί το μωρό.
Ο ποταμός μουρμούριζε καθώς έρεε μέσα από το δάσος.
2