Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαύρη (επίθετο) - (παρόμοια:
μαύρο
-
μαύρος
-
μαύρισμα
)
Συνώνυμα
σκοτεινή
μελαψή
ασπρόμαυρη
3
Αντώνυμα
άσπρη
φωτεινή
ανοιχτόχρωμη
3
Ορισμός
που έχει το χρώμα της νύχτας ή του άνθρακα
που σχετίζεται με το σκοτάδι ή την έλλειψη φωτός
που χαρακτηρίζεται από θλίψη ή κατήφεια
3
Παραδείγματα
Η μαύρη γάτα περπατούσε σιωπηλά στο δρόμο.
Φορούσε ένα μαύρο φόρεμα στο πάρτι.
Η μαύρη διάθεσή του έδειχνε ότι κάτι τον ενοχλούσε.
3