Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαύρισμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
γύρισμα
-
ξύρισμα
-
μαύρο
-
μαύρη
)
Συνώνυμα
σκοτάδι
μελάνιασμα
σκοτείνιασμα
3
Αντώνυμα
φωτισμός
φωτοβολιά
φωτεινότητα
3
Ορισμός
Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του να γίνεται κάτι μαύρο ή πιο σκούρο.
Η μείωση της φωτεινότητας ή της λάμψης.
Στην ιατρική, η εμφάνιση μαύρων κηλίδων στο δέρμα.
3
Παραδείγματα
Το μαύρισμα του δέρματος από τον ήλιο είναι συχνό το καλοκαίρι.
Η μαύριση των φύλλων δείχνει ότι το φυτό υστερεί σε θρεπτικά συστατικά.
Μετά την έκθεση στο φως, παρατηρήθηκε μαύρισμα της φωτογραφικής ταινίας.
3