1. Λέξη
    μαύρισμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: γύρισμα - ξύρισμα - μαύρο - μαύρη)
  2. Συνώνυμα
    • σκοτάδι
    • μελάνιασμα
    • σκοτείνιασμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • φωτισμός
    • φωτοβολιά
    • φωτεινότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του να γίνεται κάτι μαύρο ή πιο σκούρο.
    • Η μείωση της φωτεινότητας ή της λάμψης.
    • Στην ιατρική, η εμφάνιση μαύρων κηλίδων στο δέρμα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το μαύρισμα του δέρματος από τον ήλιο είναι συχνό το καλοκαίρι.
    • Η μαύριση των φύλλων δείχνει ότι το φυτό υστερεί σε θρεπτικά συστατικά.
    • Μετά την έκθεση στο φως, παρατηρήθηκε μαύρισμα της φωτογραφικής ταινίας.
    3