1. Λέξη
    μαύρο (επίθετο) - (παρόμοια: μαύρος - μαύρη - μαύρισμα)
  2. Συνώνυμα
    • σκοτεινό
    • μελαψό
    • ζοφερό
    3
  3. Αντώνυμα
    • άσπρο
    • φωτεινό
    • λαμπρό
    3
  4. Ορισμός
    • Χρώμα που αντιστοιχεί στην απουσία ή την πλήρη απορρόφηση του φωτός.
    • Συμβολίζει το πένθος, το μυστήριο ή την αγνωσία.
    • Μπορεί να αναφέρεται σε κάτι σκοτεινό ή δυσοίωνο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η νύχτα ήταν πιασμένη από ένα μαύρο σκοτάδι.
    • Φόρεσε ένα μαύρο φόρεμα στη τελετή.
    • Ο ουρανός έγινε μαύρος πριν την καταιγίδα.
    3