1. Λέξη
    μεγαλειότης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μεγαλειότητα - μεγαλειότατη - μεγαλειότατος - μεγαλειώδης - μεγαλείο)
  2. Συνώνυμα
    • μεγαλοπρέπεια
    • μεγαλοσύνη
    • λαμπρότητα
    3
  3. Αντώνυμα
    • ταπεινότητα
    • ασχήμια
    • ασημαντότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η ιδιότητα του μεγαλοπρεπούς, η ποιότητα του να είναι κάτι ή κάποιος εντυπωσιακός και αξιοσέβαστος.
    • Η μεγαλοπρέπεια και η λαμπρότητα που εκπέμπει κάποιος ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μεγαλειότης του παλατιού έκανε όλους να νιώθουν μικροί.
    • Η μεγαλειότης της φύσης μας θυμίζει πόσο μικροί είμαστε.
    2