Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεγαλειότης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μεγαλειότητα
-
μεγαλειότατη
-
μεγαλειότατος
-
μεγαλειώδης
-
μεγαλείο
)
Συνώνυμα
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοσύνη
λαμπρότητα
3
Αντώνυμα
ταπεινότητα
ασχήμια
ασημαντότητα
3
Ορισμός
Η ιδιότητα του μεγαλοπρεπούς, η ποιότητα του να είναι κάτι ή κάποιος εντυπωσιακός και αξιοσέβαστος.
Η μεγαλοπρέπεια και η λαμπρότητα που εκπέμπει κάποιος ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Η μεγαλειότης του παλατιού έκανε όλους να νιώθουν μικροί.
Η μεγαλειότης της φύσης μας θυμίζει πόσο μικροί είμαστε.
2