Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεγαλειότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μεγαλειότης
-
μεγαλειότατη
-
μεγαλειότατος
-
μετριότητα
-
τελειότητα
-
μεγαλειώδης
-
μεγαλείο
)
Συνώνυμα
μεγαλοπρέπεια
λαμπρότητα
μεγαλοσύνη
ανώτερη ιδιότητα
4
Αντώνυμα
ταπεινότητα
ασήμαντη ύπαρξη
απλότητα
3
Ορισμός
Η ιδιότητα του μεγαλοπρεπούς ή του εντυπωσιακού.
Η υψηλή κοινωνική ή ηθική θέση κάποιου.
Η ποιότητα του να είναι κάποιος ή κάτι μεγάλο σε μέγεθος ή σημασία.
3
Παραδείγματα
Η μεγαλειότητα του παλατιού έκανε όλους να νιώθουν μικροί.
Η βασίλισσα κυβερνούσε με μεγαλειότητα και σοφία.
Η μεγαλειότητα της φύσης μας θυμίζει πόσο μικροί είμαστε.
3