1. Λέξη
    μεγαλειώδης (επίθετο) - (παρόμοια: μεγαλειότης - μεγαλείο - μεγαλειότητα - μεγαλειότατη - μεγαλειότατος)
  2. Συνώνυμα
    • επίσημος
    • λαμπρός
    • μεγαλοπρεπής
    • τελετουργικός
    4
  3. Αντώνυμα
    • ταπεινός
    • απλός
    • συνηθισμένος
    • καθημερινός
    4
  4. Ορισμός
    • που χαρακτηρίζεται από μεγαλοπρέπεια και λαμπρότητα
    • που εμπνέει δέος ή θαυμασμό λόγω της επιβλητικότητάς του
    • που σχετίζεται με μεγάλες και σημαντικές εκδηλώσεις ή τελετές
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο βασιλιάς εμφανίστηκε σε μια μεγαλειώδη τελετή.
    • Η Ακρόπολη είναι ένα μεγαλειώδες μνημείο της αρχαιότητας.
    • Η συμφωνία ολοκληρώθηκε με μεγαλειώδη τρόπο.
    3