Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεγαλειώδης (επίθετο) - (παρόμοια:
μεγαλειότης
-
μεγαλείο
-
μεγαλειότητα
-
μεγαλειότατη
-
μεγαλειότατος
)
Συνώνυμα
επίσημος
λαμπρός
μεγαλοπρεπής
τελετουργικός
4
Αντώνυμα
ταπεινός
απλός
συνηθισμένος
καθημερινός
4
Ορισμός
που χαρακτηρίζεται από μεγαλοπρέπεια και λαμπρότητα
που εμπνέει δέος ή θαυμασμό λόγω της επιβλητικότητάς του
που σχετίζεται με μεγάλες και σημαντικές εκδηλώσεις ή τελετές
3
Παραδείγματα
Ο βασιλιάς εμφανίστηκε σε μια μεγαλειώδη τελετή.
Η Ακρόπολη είναι ένα μεγαλειώδες μνημείο της αρχαιότητας.
Η συμφωνία ολοκληρώθηκε με μεγαλειώδη τρόπο.
3