Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεγαλοδύναμος (επίθετο) - (παρόμοια:
μεγαλόσωμος
-
αδύναμος
)
Συνώνυμα
ισχυρός
δυνατός
παντοδύναμος
3
Αντώνυμα
αδύναμος
ασθενής
2
Ορισμός
που έχει μεγάλη δύναμη ή ισχύ
που χαρακτηρίζεται από μεγάλη επιρροή ή εξουσία
2
Παραδείγματα
Ο ηγέτης ήταν μεγαλοδύναμος και έκανε ό,τι ήθελε.
Η μεγαλοδύναμη εταιρεία κυριαρχούσε στην αγορά.
2