1. Λέξη
    μεγαλοδύναμος (επίθετο) - (παρόμοια: μεγαλόσωμος - αδύναμος)
  2. Συνώνυμα
    • ισχυρός
    • δυνατός
    • παντοδύναμος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδύναμος
    • ασθενής
    2
  4. Ορισμός
    • που έχει μεγάλη δύναμη ή ισχύ
    • που χαρακτηρίζεται από μεγάλη επιρροή ή εξουσία
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ηγέτης ήταν μεγαλοδύναμος και έκανε ό,τι ήθελε.
    • Η μεγαλοδύναμη εταιρεία κυριαρχούσε στην αγορά.
    2