1. Λέξη
    μεγαλόσωμος (επίθετο) - (παρόμοια: μεγαλόψυχος - μεγαλοδύναμος - μικρόσωμος)
  2. Συνώνυμα
    • μεγαλόσωμος
    • μεγαλόσωμος
    • μεγαλόσωμος
    3
  3. Αντώνυμα
    • μικρόσωμος
    • λεπτός
    • αδύνατος
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει μεγάλο σώμα, που διακρίνεται για το μεγάλο του σωματικό μέγεθος.
    • Που χαρακτηρίζεται από σωματική επιβάρυνση ή ογκώδη εμφάνιση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο παππούς μου ήταν ένας μεγαλόσωμος άντρας που έφερνε σεβασμό με την παρουσία του.
    • Το μεγαλόσωμο κτήριο δεσπόζει πάνω από την πλατεία.
    2