Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεγαλόσωμος (επίθετο) - (παρόμοια:
μεγαλόψυχος
-
μεγαλοδύναμος
-
μικρόσωμος
)
Συνώνυμα
μεγαλόσωμος
μεγαλόσωμος
μεγαλόσωμος
3
Αντώνυμα
μικρόσωμος
λεπτός
αδύνατος
3
Ορισμός
Που έχει μεγάλο σώμα, που διακρίνεται για το μεγάλο του σωματικό μέγεθος.
Που χαρακτηρίζεται από σωματική επιβάρυνση ή ογκώδη εμφάνιση.
2
Παραδείγματα
Ο παππούς μου ήταν ένας μεγαλόσωμος άντρας που έφερνε σεβασμό με την παρουσία του.
Το μεγαλόσωμο κτήριο δεσπόζει πάνω από την πλατεία.
2