Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεγαλοπρέπεια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μεγαλοπρεπής
-
αξιοπρέπεια
)
Συνώνυμα
μεγαλοσύνη
επιβλητικότητα
μεγαλείο
λαμπρότητα
4
Αντώνυμα
ταπεινότητα
απλότητα
φτωχοπρέπεια
3
Ορισμός
η ιδιότητα του να είναι κάποιος ή κάτι μεγαλοπρεπές, εντυπωσιακό και αξιοσέβαστο
η ποιότητα που χαρακτηρίζει κάτι που είναι επιβλητικό και μεγαλόπρεπο
2
Παραδείγματα
Η μεγαλοπρέπεια του παλατιού έκανε τους επισκέπτες να νιώθουν μικροί.
Η τελετή διεξήχθη με μεγαλοπρέπεια και λαμπρότητα.
2