1. Λέξη
    μεγαλοπρεπής (επίθετο) - (παρόμοια: μεγαλοπρέπεια - μεγαλοφυής)
  2. Συνώνυμα
    • επίσημος
    • λαμπρός
    • τελετουργικός
    • ανδρείος
    • ευγενής
    5
  3. Αντώνυμα
    • ταπεινός
    • απλός
    • συνηθισμένος
    • φτωχός
    • αδιάφορος
    5
  4. Ορισμός
    • που χαρακτηρίζεται από μεγαλείο και επισημότητα
    • που δείχνει μεγαλοπρέπεια ή ευγένεια
    • που είναι εντυπωσιακός ή λαμπρός
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η μεγαλοπρεπής τελετή έγινε στο παλάτι.
    • Φορούσε μια μεγαλοπρεπή ενδυμασία για την εκδήλωση.
    • Ο μεγαλοπρεπής κήπος ήταν γεμάτος από σπάνια λουλούδια.
    3