Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεγαλοφυής (επίθετο) - (παρόμοια:
μεγαλοφυία
-
μεγαλοφυΐα
-
μεγαλοπρεπής
)
Συνώνυμα
εξαιρετικός
εξαίσιος
εξυπνότερος
πανέξυπνος
4
Αντώνυμα
ανόητος
βλάκας
χαζός
αδαής
4
Ορισμός
Πολύ έξυπνος ή ταλαντούχος.
Αυτός που διαθέτει εξαιρετική νοημοσύνη ή δημιουργικότητα.
Που ξεχωρίζει για τη μεγάλη του ευφυΐα ή ικανότητα.
3
Παραδείγματα
Ο Αϊνστάιν ήταν ένας μεγαλοφυής επιστήμονας που άλλαξε την ιστορία της φυσικής.
Η μεγαλοφυής καλλιτέχνης δημιούργησε έργα που εντυπωσιάζουν ακόμα και σήμερα.
Το παιδί έδειχνε μεγαλοφυείς ικανότητες στα μαθηματικά από πολύ μικρή ηλικία.
3