Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μικρόσωμος (επίθετο) - (παρόμοια:
μικρό
-
μικρός
-
μικρότερος
-
μεγαλόσωμος
)
Συνώνυμα
κοντός
χαμηλός
μικροκαμωμένος
3
Αντώνυμα
ψηλός
μεγαλόσωμος
υψηλός
3
Ορισμός
που έχει μικρό σώμα ή μικρό ύψος
που χαρακτηρίζεται από μικρά διαστάσεις σε σχέση με το μέσο όρο
2
Παραδείγματα
Ο μικρόσωμος άνδρας προσπάθησε να φτάσει το ράφι.
Η μικρόσωμη γυναίκα φορούσε παπούτσια με ψηλές τακούνια.
2