Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεγαλώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
μεγαλώσω
-
μαλώνω
-
μεγαλείο
)
Συνώνυμα
αναπτύσσομαι
εξελίσσομαι
αυξάνομαι
3
Αντώνυμα
μικραίνω
φθίνω
μειώνομαι
3
Ορισμός
Να γίνομαι μεγαλύτερος σε μέγεθος, ηλικία ή ανάπτυξη.
Να αυξάνω κάτι σε μέγεθος ή ποσότητα.
2
Παραδείγματα
Το παιδί μεγαλώνει γρήγορα.
Μεγαλώνω τα λουλούδια μου με πολλή φροντίδα.
2