Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεγεθυντικός (επίθετο) - (παρόμοια:
μεθυστικός
-
πληθυντικός
-
μελλοντικός
-
μερτικός
-
μεσιτικός
-
αμυντικός
)
Συνώνυμα
διευρυντικός
επαυξητικός
2
Αντώνυμα
σμικρυντικός
μειωτικός
2
Ορισμός
που αυξάνει ή διευρύνει κάτι
που έχει ως αποτέλεσμα τη μεγέθυνση
2
Παραδείγματα
Το μεγεθυντικό φακός βοηθάει στην καλύτερη θέαση μικρών αντικειμένων.
Η μεγεθυντική οθόνη έδειξε με λεπτομέρειες την εικόνα.
2