1. Λέξη
    μεγεθυντικός (επίθετο) - (παρόμοια: μεθυστικός - πληθυντικός - μελλοντικός - μερτικός - μεσιτικός - αμυντικός)
  2. Συνώνυμα
    • διευρυντικός
    • επαυξητικός
    2
  3. Αντώνυμα
    • σμικρυντικός
    • μειωτικός
    2
  4. Ορισμός
    • που αυξάνει ή διευρύνει κάτι
    • που έχει ως αποτέλεσμα τη μεγέθυνση
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το μεγεθυντικό φακός βοηθάει στην καλύτερη θέαση μικρών αντικειμένων.
    • Η μεγεθυντική οθόνη έδειξε με λεπτομέρειες την εικόνα.
    2