Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεσιτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
μερτικός
-
μεθυστικός
-
μερικός
-
μελλοντικός
-
μεταδοτικός
-
μεσαιωνικός
-
μεταβατικός
-
μυστικός
-
σπιτικός
-
κριτικός
-
μεγεθυντικός
-
μειονεκτικός
)
Συνώνυμα
διαλλακτικός
συνδιαλλακτικός
μεσολαβητικός
3
Αντώνυμα
αμετάβλητος
αδιάλλακτος
αμεσολάβητος
3
Ορισμός
Που μεσολαβεί ή συμβάλλει στη διευθέτηση διαφορών.
Που λειτουργεί ως ενδιάμεσος ή μεσάζων σε μια διαδικασία.
2
Παραδείγματα
Ο μεσιτικός ρόλος του διπλωμάτη βοήθησε στην επίλυση της σύγκρουσης.
Η μεσιτική διαδικασία απαιτεί αμεροληψία και εμπιστοσύνη.
2