Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πληθυντικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ποντικός
-
μεγεθυντικός
-
πληθυσμός
-
πλαστικός
-
αμυντικός
)
Συνώνυμα
πολυπληθής
πολυάριθμος
πολλαπλός
3
Αντώνυμα
ενικός
μοναδικός
απλός
3
Ορισμός
Αναφέρεται σε κάτι που αποτελείται από πολλά μέλη ή στοιχεία.
Στη γραμματική, αναφέρεται στη μορφή που δηλώνει περισσότερα του ενός πρόσωπα, ζώα ή πράγματα.
2
Παραδείγματα
Η λέξη 'παιδιά' είναι πληθυντικός αριθμός της λέξης 'παιδί'.
Στην πρόταση 'Τα βιβλία είναι στο τραπέζι', η λέξη 'βιβλία' είναι πληθυντικός.
2