1. Λέξη
    μειονότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μετριότητα - ενότητα)
  2. Συνώνυμα
    • αδυναμία
    • έλλειψη
    • μειονεκτημα
    3
  3. Αντώνυμα
    • πλεονέκτημα
    • δυνατότητα
    • υπεροχή
    3
  4. Ορισμός
    • Η ιδιότητα του να είναι κάποιος ή κάτι κατώτερο σε σχέση με άλλους.
    • Μια αδυναμία ή έλλειψη που μειώνει την ποιότητα ή την αξία κάποιου ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μειονότητα του προϊόντος έγκειται στην χαμηλή του αντοχή.
    • Η γνώση των ξένων γλωσσών δεν είναι μειονότητα στον σύγχρονο κόσμο.
    2