Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μειονότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μετριότητα
-
ενότητα
)
Συνώνυμα
αδυναμία
έλλειψη
μειονεκτημα
3
Αντώνυμα
πλεονέκτημα
δυνατότητα
υπεροχή
3
Ορισμός
Η ιδιότητα του να είναι κάποιος ή κάτι κατώτερο σε σχέση με άλλους.
Μια αδυναμία ή έλλειψη που μειώνει την ποιότητα ή την αξία κάποιου ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Η μειονότητα του προϊόντος έγκειται στην χαμηλή του αντοχή.
Η γνώση των ξένων γλωσσών δεν είναι μειονότητα στον σύγχρονο κόσμο.
2