Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεριά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μερικώς
-
μερικός
)
Συνώνυμα
πλευρά
πλευρά
άκρη
πλευρά
4
Αντώνυμα
κέντρο
μέση
2
Ορισμός
Το τμήμα ή η περιοχή που βρίσκεται σε απόσταση από το κέντρο.
Η κατεύθυνση ή η θέση σε σχέση με ένα κεντρικό σημείο.
Μια από τις δύο επιφάνειες ενός επίπεδου αντικειμένου.
3
Παραδείγματα
Κάθισε στην άλλη μεριά του δωματίου.
Η θάλασσα βρίσκεται στην ανατολική μεριά του νησιού.
Γράψε το όνομά σου στην άλλη μεριά του χαρτιού.
3