Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μερικώς (επίρρημα) - (παρόμοια:
μερικός
-
μεριά
)
Συνώνυμα
εν μέρει
σχεδόν
κάπως
3
Αντώνυμα
ολοκληρωτικά
πλήρως
τελείως
3
Ορισμός
σε κάποιο βαθμό, όχι πλήρως
μόνο σε ένα τμήμα ή μέρος
2
Παραδείγματα
Η εργασία έχει ολοκληρωθεί μερικώς.
Μερικώς συμφωνώ με την άποψή σου.
2