1. Λέξη
    μερικώς (επίρρημα) - (παρόμοια: μερικός - μεριά)
  2. Συνώνυμα
    • εν μέρει
    • σχεδόν
    • κάπως
    3
  3. Αντώνυμα
    • ολοκληρωτικά
    • πλήρως
    • τελείως
    3
  4. Ορισμός
    • σε κάποιο βαθμό, όχι πλήρως
    • μόνο σε ένα τμήμα ή μέρος
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εργασία έχει ολοκληρωθεί μερικώς.
    • Μερικώς συμφωνώ με την άποψή σου.
    2