Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μερικός (επίθετο) - (παρόμοια:
μερτικός
-
μερικώς
-
μεταφορικός
-
μητρικός
-
αμερικανικός
-
μεριά
-
μετωπικός
-
υστερικός
-
μεσιτικός
-
μεθυστικός
-
εσωτερικός
-
εξωτερικός
-
μεταλλικός
)
Συνώνυμα
μερικώς
συγκεκριμένος
εν μέρει
3
Αντώνυμα
ολικός
συνολικός
πλήρης
3
Ορισμός
που αναφέρεται ή αφορά ένα μέρος και όχι το σύνολο
που δεν είναι πλήρης ή ολοκληρωμένος
2
Παραδείγματα
Η μερική αποκατάσταση του κτιρίου θα ολοκληρωθεί σε δύο εβδομάδες.
Έδωσε μια μερική εξήγηση για το περιστατικό.
2