1. Συνώνυμα
    • μερικώς
    • συγκεκριμένος
    • εν μέρει
    3
  2. Αντώνυμα
    • ολικός
    • συνολικός
    • πλήρης
    3
  3. Ορισμός
    • που αναφέρεται ή αφορά ένα μέρος και όχι το σύνολο
    • που δεν είναι πλήρης ή ολοκληρωμένος
    2
  4. Παραδείγματα
    • Η μερική αποκατάσταση του κτιρίου θα ολοκληρωθεί σε δύο εβδομάδες.
    • Έδωσε μια μερική εξήγηση για το περιστατικό.
    2