Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μετάθεση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μετάβαση
-
μετάδοση
-
κατάθεση
-
μετάγγιση
-
μετάφραση
-
μετάσταση
)
Συνώνυμα
μετακίνηση
μεταφορά
αλλαγή θέσης
3
Αντώνυμα
ακινησία
σταθερότητα
παρουσία
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα της μετακίνησης κάποιου ή κάτι από μια θέση σε άλλη.
Στη μαθηματική, η αναδιάταξη των στοιχείων μιας ακολουθίας ή συνόλου.
Στη χημεία, η αντίδραση κατά την οποία ένα άτομο ή ομάδα ατόμων μετακινείται από ένα μόριο σε άλλο.
3
Παραδείγματα
Η μετάθεση των έπιπλων βοήθησε να δημιουργηθεί περισσότερος χώρος στο δωμάτιο.
Στη συνδυαστική, η μετάθεση αναφέρεται σε διαφορετικές διατάξεις των στοιχείων ενός συνόλου.
Η μετάθεση του υδροξυλίου είναι κοινή σε πολλές οργανικές αντιδράσεις.
3