Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατάθεση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συγκατάθεση
-
κατάσχεση
-
κατάβαση
-
κατάδυση
-
μετάθεση
-
καταπίεση
-
κατάσταση
-
κατάθλιψη
-
κατάρτιση
-
κατάπαυση
-
κατάχρηση
-
κατάργηση
-
κατάκτηση
)
Συνώνυμα
μαρτυρία
ανακοίνωση
δήλωση
3
Αντώνυμα
σιωπή
απόκρυψη
2
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να καταθέτει κάποιος κάτι, ιδιαίτερα σε επίσημο πλαίσιο.
Η επίσημη δήλωση που γίνεται από κάποιον υπό όρκο σε δικαστήριο ή άλλο νομικό πλαίσιο.
2
Παραδείγματα
Η κατάθεση του μάρτυρα ήταν καθοριστική για την απόφαση του δικαστηρίου.
Έκανε κατάθεση στην τράπεζα για να αποταμιεύσει χρήματα.
2