Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεταλλαγμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
μεταμφιεσμένος
-
μεταχειρισμένος
)
Συνώνυμα
τροποποιημένος
αλλαγμένος
μετασκευασμένος
3
Αντώνυμα
φυσικός
αμετάλλακτος
απαράλλακτος
3
Ορισμός
που έχει υποστεί μεταλλαγή ή αλλαγή στη δομή του
που έχει τροποποιηθεί από τη φυσική του κατάσταση
2
Παραδείγματα
Ο μεταλλαγμένος οργανισμός παρουσίασε νέα χαρακτηριστικά.
Τα μεταλλαγμένα γονίδια μπορούν να έχουν απρόβλεπτες συνέπειες.
2